- κραυγασίδης
- κραυγασίδης, ὁ (Α)1. φωνακλάς2. ως κύριο όν. ὁ Κραυγασίδηςκωμική ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < θ. κραυγασ- (τού κραυγάζω) ή κραύγασος + επίθημα -ίδης (πρβλ. ηγεμον-ίδης, κηφην-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.